Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

Προβλήματα των εκπαιδευτικών μηχανικών



Τα προβλήματα των εκπαιδευτικών μηχανικών αναφέρονται στην θεσμική και οικονομική τους υποβάθμιση. Οι εκπαιδευτικοί μηχανικοί είναι αυτοί που πρώτοι βίωσαν την ισοπέδωση με άλλους κλάδους συναδέλφων τους με κατώτερη στάθμη σπουδών, κάτι που σήμερα συναντάμε και σε άλλους χώρους απασχόλησης μηχανικών.
Η δυσμενής και ισοπεδωτική μεταχείριση των εκπαιδευτικών μηχανικών τόσο σε θεσμικό όσο και οικονομικό επίπεδο δεν απασχόλησαν μέχρι τώρα ούτε τις Ομοσπονδίες των εκπαιδευτικών ούτε το Τεχνικό Επιμελητήριο σε κεντρικό επίπεδο. Μεμονωμένες παρεμβάσεις έγιναν από περιφερειακές ΕΛΜΕ και περιφερειακά τμήματα του ΤΕΕ χωρίς να επιφέρουν ουσιαστικό αποτέλεσμα.

Θεσμικά προβλήματα

Εκτός των κοινών αναθέσεων όμως ισχύει ένα ακόμη μεγαλύτερο παράδοξο που φέρνει τους μηχανικούς όχι στην ίδια θέση με τους τεχνολόγους, αλλά σε πολύ δυσμενέστερη: Ενώ θα ανέμενε κανείς ότι αφού οι αναθέσεις είναι κοινές, θα είναι κοινές και οι οργανικές θέσεις, αυτό δε συμβαίνει αλλά κατανέμονται αυθαίρετα χωρίς κανένα κριτήριο και πάντα υπέρ των τεχνολόγων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι θέσεις για διορισμό που προκηρύχτηκαν από το ΑΣΕΠ στον τελευταίο διαγωνισμό (27 για μηχανικούς και 135 για τεχνολόγους). Το αποτέλεσμα στην συγκεκριμένη περίπτωση ήταν να διοριστούν όλοι οι επιτυχόντες τεχνολόγοι και να μείνουν 18 κενές θέσεις ενώ από τους επιτυχόντες μηχανικούς να διοριστεί μόνο το 22,7%. Ο βαθμός του τελευταίου ηλεκτρολόγου μηχανικού ήταν 79 μόρια ενώ του τελευταίου τεχνολόγου ηλεκτρολόγου 57 . Αντίστοιχα του τελευταίου μηχανολόγου μηχανικού ήταν 67 μόρια ενώ του τελευταίου τεχνολόγου μηχανολόγου 55. Δεν κρίνουμε σκόπιμο να σχολιάσουμε στο σημείο αυτό την επίδοση των αποφοίτων ΑΣΠΑΙΤΕ και ΤΕΙ. Αυτό που είναι προφανές είναι η κατάφορη αδικία που υφίστανται οι νέοι μηχανικοί και η οποία φυσικά αποβαίνει εις βάρος της ποιότητας της εκπαίδευσης. (Για το θέμα αυτό ουσιαστική είναι η παρέμβαση του προέδρου του ΤΕΕ κ. Γιάννη Αλαβάνου προς την υπουργό Παιδείας αλλά και του πρύτανη του ΕΜΠ κ. Κ. Μουτζούρη).
Η ίδια λογική που αναφέρθηκε για τους διορισμούς, ακολουθείται σε όλες τις υπηρεσιακές μεταβολές (μεταθέσεις, τοποθετήσεις, κενά κ.λ.π.) καθώς και στην πρόσληψη αναπληρωτών.
Όσες φορές ζητήθηκε είτε από το υπουργείο Παιδείας είτε από κατά τόπους υπηρεσιακούς παράγοντες να αιτιολογηθεί η αναλογία της κατανομής των θέσεων μεταξύ μηχανικών και τεχνολόγων, δε δόθηκε καμιά εξήγηση. Εξάλλου η αναλογία αυτή δεν είναι σταθερή. Προφανώς καθορίζεται αυθαίρετα. Στον τελευταίο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ ήταν η χειρότερη εις βάρος των μηχανικών από όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Οριστική λύση στο πρόβλημα που περιγράφηκε θα δοθεί με την αναγνώριση του διπλώματος των ελληνικών πολυτεχνείων και των αντίστοιχων σχολών με πλήρη πέντε χρόνια βασικών σπουδών, ως master. Στην περίπτωση αυτή οι υποψήφιοι για θέσεις στελεχών μηχανικοί, θα παίρνουν τα μόρια που αντιστοιχούν σε μεταπτυχιακές σπουδές. Το αίτημα της αναγνώρισης προωθούν το ΤΕΕ, οι κλαδικοί σύλλογοι μηχανικών, οι σύλλογοι εκπαιδευτικών μηχανικών, τα πολυτεχνεία και οι πολυτεχνικές σχολές και γενικά σύσσωμη η κοινότητα των μηχανικών πλην ορισμένων μεμονωμένων περιπτώσεων. Παρ’ όλ’ αυτά δεν έχει γίνει αποδεκτό μέχρι τώρα από την πολιτεία, παρότι αποτελεί και θέμα ίσης μεταχείρισης με τους πτυχιούχους αγγλοσαξωνικών πανεπιστημίων.
Μέχρι την αναγνώριση του διπλώματος ως master θα μπορούσαν να λαμβάνονται υπόψη και να μοριοδοτούνται αντίστοιχα τα χρόνια βασικών σπουδών.
Σε κάθε περίπτωση, θέσεις στελεχών από το διευθυντή σχολικής μονάδας και ανώτερες, θα πρέπει να καταλαμβάνονται από πτυχιούχους ανωτάτων σχολών (πανεπιστημιακών ή και ΤΕΙ για αποφοίτους μετά την ανωτατοποίησή τους). Κάτι τέτοιο δεν αποτελεί συντεχνιακό αίτημα αλλά είναι προϋπόθεση αναβάθμισης της δημόσιας εκπαίδευσης.

Οικονομικά προβλήματα

Είναι δεδομένο και γενικά παραδεκτό ότι ο κλάδος των εκπαιδευτικών συνολικά, είναι από τους χαμηλότερα αμειβόμενους δημόσιους υπαλλήλους. Οι λόγοι για τους οποίους ισχύει διαχρονικά το γεγονός αυτό είναι πολλοί. Από τους σημαντικότερους, κατά την άποψή μας, είναι ο μεγάλος αριθμός υπαλλήλων που υπηρετούν στην εκπαίδευση (περίπου 150.000 στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια). Έτσι κάθε αύξηση, έστω και μικρή, που ενδεχομένως θα δοθεί στους εκπαιδευτικούς, απαιτεί ένα σημαντικό κονδύλιο στον κρατικό προϋπολογισμό.
Πέρα όμως από το αντικειμενικό αυτό δεδομένο, η λογική της ισοπέδωσης που περιγράφηκε παραπάνω ισχύει στο ακέραιο και στο ζήτημα των αποδοχών των εκπαιδευτικών μηχανικών. Και εδώ μάλιστα οι μηχανικοί όχι μόνο δε διαφοροποιούνται μισθολογικά με βάση τις σπουδές και τα άλλα προσόντα που διαθέτουν (και τους επιτρέπουν να εισαχθούν στην ΑΣΠΑΙΤΕ/ΣΕΛΕΤΕ και να περάσουν στο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ με τις δυσμενείς αναλογίες που αναφέρθηκαν πρωτύτερα) αλλά μειονεκτούν έναντι της πλειοψηφίας των συναδέλφων τους.
Αυτό ισχύει διότι:
1. Δεν αναγνωρίζονται μισθολογικά τα χρόνια που εργάστηκαν πριν από το διορισμό τους   στον ιδιωτικό τομέα ή ως ελεύθεροι επαγγελματίες. Η πλειοψηφία των μηχανικών έχει σημαντική προϋπηρεσία αυτής της μορφής, η οποία μάλιστα είναι ένα από τα κριτήρια  εισαγωγής στην ΑΣΠΑΙΤΕ.
2. Δεν αναγνωρίζονται μισθολογικά τα χρόνια σπουδών στο πολυτεχνείο, κάτι που γίνεται για τις τετραετείς σπουδές στην ΑΣΕΤΕΜ/ΣΕΛΕΤΕ των τεχνολόγων ΠΕ 17 που τελείωσαν τη συγκεκριμένη σχολή. Με τον τρόπο αυτό οι απόφοιτοι της ΑΣΕΤΕΜ (τώρα ΑΣΠΑΙΤΕ) κερδίζουν δύο μισθολογικά κλιμάκια. Η παραπάνω ρύθμιση για τη μισθολογική αναγνώριση των χρόνων σπουδών είναι μοναδική σε όλο το δημόσιο τομέα.
3. Δεν αναγνωρίζεται ως χρόνος σπουδών και συνεπώς μισθολογικά, ο χρόνος φοίτησης στη σχολή παιδαγωγικής επιμόρφωσης στην ΑΣΠΑΙΤΕ/ΣΕΛΕΤΕ. Και σ’ αυτή την περίπτωση υπάρχει σαφής διάκριση εις βάρος όλων των πτυχιούχων ανωτάτων σχολών (μηχανικών, οικονομολόγων, νομικών, γιατρών κ.λ.π.) που φοιτούν στη σχολή, αφού ο χρόνος φοίτησης σ’ αυτήν αναγνωρίζεται μόνο στους πτυχιούχους ΤΕΙ και έτσι θεωρήθηκε ότι έχουν τέσσερα χρόνια σπουδών ακόμη και όταν τα ΤΕΙ ήταν τριετή. Αποτέλεσμα της αναγνώρισης αυτής είναι όλοι οι πτυχιούχοι ΤΕΙ να έχουν το ίδιο εισαγωγικό μισθολογικό κλιμάκιο με τους πτυχιούχους πανεπιστημιακής εκπαίδευσης με τέσσερα χρόνια σπουδών. Με το ίδιο σκεπτικό θα έπρεπε να προστεθεί στα χρόνια σπουδών των πτυχιούχων ανωτάτων σχολών που φοίτησαν στην παιδαγωγική σχολή, ο χρόνος φοίτησης σ’ αυτήν (παλαιότερα εξάμηνο, τώρα ετήσια). Έτσι θα διορίζονταν με ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο.
4. Το μεγαλύτερο οικονομικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι εκπαιδευτικοί μηχανικοί είναι οι αυξημένες ασφαλιστικές εισφορές. Σε σχέση με το θέμα αυτό υπάρχουν δύο κατηγορίες εργαζομένων:
Ασφαλισμένοι πριν την 1.1.1993. Οι μηχανικοί αυτοί είναι υποχρεωτικά ασφαλισμένοι τόσο στο ΤΣΜΕΔΕ όσο και στα ταμεία του Δημοσίου. Συγκεκριμένα ασφαλίζονται:
Για κύρια σύνταξη στο δημόσιο (εισφορά εργαζόμενου 6,67%)
Για κύρια σύνταξη στο ΤΣΜΕΔΕ (εισφορά εργαζόμενου 6,67%)
Για επικουρική σύνταξη στο ΤΕΑΔΥ ή στο ΤΣΜΕΔΕ (κλάδο επικουρικής) 3%
Στο μετοχικό ταμείο πολιτικών υπαλλήλων 4%
Στο Ταμείο Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων 3%
Για υγειονομική περίθαλψη στο δημόσιο ή στο ΚΥΤ
Ασφαλισμένοι μετά την 1.1.1993. Οι μηχανικοί αυτοί είναι υποχρεωτικά ασφαλισμένοι στους κλάδους του ΤΣΜΕΔΕ. Συγκεκριμένα ασφαλίζονται:
Για κύρια σύνταξη στο ΤΣΜΕΔΕ (εισφορά εργαζόμενου 6,67%)
Ειδική προσαύξηση κύριας σύνταξης ΤΣΜΕΔΕ
Για επικουρική σύνταξη στο ΤΣΜΕΔΕ (κλάδο επικουρικής) 3%
Στο μετοχικό ταμείο πολιτικών υπαλλήλων 4%
Για υγειονομική περίθαλψη στο δημόσιο ή στο ΚΥΤ
Η ασφάλιση σε όλα τα παραπάνω ταμεία και κλάδους είναι υποχρεωτική και καθιστά τις κρατήσεις των μηχανικών τις υψηλότερες από όλους τους δημόσιους υπαλλήλους, με αποτέλεσμα οι αποδοχές των εκπαιδευτικών μηχανικών, που δεν παίρνουν άλλα επιδόματα, να είναι οι χαμηλότερες από όλους τους συναδέλφους τους.
Μια πρώτη προσέγγιση στη λύση των οικονομικών προβλημάτων είναι η άρση των δυσμενών διαφοροποιήσεων που περιγράφηκαν στα σημεία 1,2,3, με την αναγνώριση του χρόνου σπουδών και της προϋπηρεσίας σε άλλους τομείς. Κάτι τέτοιο, παρότι επιθυμητό, άπτεται συνολικά της εισοδηματικής πολιτικής σε όλο το δημόσιο τομέα, αφού θα αποτελούσε γενίκευση ευνοϊκών ρυθμίσεων που υπάρχουν για μεμονωμένους κλάδους. Μια άλλη επιμέρους λύση είναι η μη υποχρέωση ασφάλισης σε κλάδο ή ταμείο επικουρικής σύνταξης τουλάχιστον όταν ο εργαζόμενος ασφαλίζεται υποχρεωτικά για δύο κύριες συντάξεις και ταυτόχρονα και στο ΜΤΠΥ. 

 Συμπερασματικά            

Σε μια εποχή ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων η αναβάθμιση της τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης στη χώρα μας αποτελεί προϋπόθεση για μια ισχυρή παραγωγική βάση. Παράλληλα μπορεί να αποτελέσει βασική συνιστώσα στην επίλυση του μείζονος κοινωνικού προβλήματος που είναι η ανεργία. Η  πιστοποίηση τεχνολογικών δεξιοτήτων που θα ακολουθεί τη φοίτηση σε επαγγελματικές σχολές,  θα πρέπει να είναι προϋπόθεση άσκησης των τεχνικών επαγγελμάτων, όπως σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες.
Ταυτόχρονα είναι απαραίτητη η εισαγωγή τεχνολογικών μαθημάτων και στη «γενική Παιδεία» για να έχουν όλοι οι μαθητές μια ουσιαστική επαφή με το τεχνολογικό περιβάλλον στο οποίο θα κληθούν να ζήσουν.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, οι μηχανικοί έχουν σημαντική θέση τόσο στην τεχνική όσο και στη γενική εκπαίδευση. Ο ρόλος τους θα πρέπει να είναι διακριτός και αναβαθμισμένος. Αυτό απαιτεί μια σειρά ρυθμίσεων που θα καθορίζουν θεσμικά και οικονομικά ζητήματα που τους απασχολούν.
Οι φορείς των μηχανικών θα πρέπει να συμβάλλουν στην κατεύθυνση αυτή.     

Ioannis Arampatzis, MSc, Application Professor
Kavala Institute of Technology, Mechanical Department
Agios Loukas, 654 04, Kavala, Macedonia, GREECE
Tel. +30 2510 462.283, Mobile: 030 6946726262
http://www.teikav.edu.gr/md/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου